- υπεξαλύσκω
- Αὑπεξαλέομαι*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐξαλύσκω «φεύγω από κάποιον, διαφεύγω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανυπεξάλυκτος — ἀνυπεξάλυκτος, ον (Μ) [υπεξαλύσκω] αναπόφευκτος … Dictionary of Greek
υπεξάλυξις — ύξεως, ἡ, Α [ὑπεξαλύσκω] 1. αποχώρηση 2. διαφυγή … Dictionary of Greek